σκοτωμός — ο, Ν [σκοτώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτώνω, σκότωμα, φόνος, φονικό (α. «στην πρώτη μάχη γίνηκε μεγάλος σκοτωμός» β. «κι ο πόλεμος ο φοβερός με σκοτωμούς αρχίζει», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) επίπονο, εξαντλητικό έργο («η δουλειά τού… … Dictionary of Greek
αδικοσκοτωμός — ο το αδικοσκότωμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + σκοτωμός] … Dictionary of Greek
αλληλοσπαραγμός — ο [αλληλοσπαράζομαι] 1. σπαραγμός, σκοτωμός τού ενός από τον άλλο, αλληλοσκοτωμός 2. μεγάλος, οξύς ανταγωνισμός … Dictionary of Greek
σκότωμα — (I) το, ΝΑ [σκοτῶ (ΙΙΙ)] νεοελλ. 1. ιατρ. έλλειμμα τού οπτικού πεδίου τού οφθαλμού, κατά το οποίο, όταν είναι απόλυτο, εξαφανίζεται κάθε αίσθηση φωτός, και, όταν είναι σχετικό, υπάρχει μείωση τής όρασης 2. φρ. α) «αρνητικό σκότωμα» ιατρ. σκότωμα… … Dictionary of Greek